Η αναφορά του Προέδρου Αναστασιάδη πυροδότησε εκ νέου συζητήσεις. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων τονίζουν την αναγκαιότητα να υπάρξει μια νομοθεσία που να προστατεύει τις απολαβές των εργαζομένων. Κοινή θέση και των δυο πλευρών είναι, πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε νέας νομοθεσίας, που θα καλύπτει όλα τα επαγγέλματα, να προηγηθούν οι απαραίτητες μελέτες και διαβούλευση, ώστε να δημιουργηθεί μια νομοθεσία επωφελής για όλους.
Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, κατώτατος μισθός ισχύει για πωλητές, γραφείς, νοσηλευτικούς βοηθούς, βοηθούς παιδοκόμους, βρεφοκόμους, σχολικούς βοηθούς, φρουρούς και φροντιστές και είναι της τάξεως των €870
Ξανά στο προσκήνιο και στη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα έρχεται το θέμα της επέκτασης του κατώτατου μισθού. Η αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον του Σώματος της Βουλής την Τετάρτη, ο οποίος έκανε λόγο για θέσπιση εθνικού, κατωτάτου μισθού για όλα τα επαγγέλματα, πυροδότησε για άλλη μια φορά αντιδράσεις από εκπροσώπους εργαζομένων και εργοδοτών. Κοινή θέση και των δύο πλευρών είναι, πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε νέας νομοθεσίας, που θα καλύπτει όλα τα επαγγέλματα, να προηγηθούν οι απαραίτητες μελέτες και διαβούλευση, ώστε να δημιουργηθεί μια νομοθεσία επωφελής για όλους. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων τονίζουν την αναγκαιότητα να υπάρξει μια νομοθεσία που να προστατεύει τις απολαβές των εργαζομένων, ενώ από την πλευρά τους οι εργοδότες θεωρούν ότι δεν αποτελεί ιδιαίτερη ανάγκη μια νέα νομοθεσία.
Τι ισχύει σε Κύπρο και Ευρώπη
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, κατώτατος μισθός ισχύει για πωλητές, γραφείς, νοσηλευτικούς βοηθούς, βοηθούς παιδοκόμους, βρεφοκόμους, σχολικούς βοηθούς, φρουρούς και φροντιστές και είναι της τάξεως των €870. Οι μισθοί σ’ αυτά τα επαγγέλματα έχουν καθορισθεί με διάταγμα και μετά από συνεχή υπηρεσία 6 μηνών στον ίδιο εργοδότη με αύξηση ο μισθός είναι €920 ευρώ. Για όλα τα άλλα επαγγέλματα δεν υπάρχει νομική πρόνοια για κατώτατο μισθό, αν και ανεπίσημα το πιο πάνω κατώτατο όριο προσφέρεται ως αμοιβή και σε άλλα επαγγέλματα.
Σύμφωνα με σχετική έκθεση που εκπόνησε το γερμανικό Ίδρυμα Χανς Μπέκλερ, το οποίο πρόσκειται στα συνδικάτα και δημοσιεύτηκε αυτήν την εβδομάδα, οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν στις 22 χώρες που τον εφαρμόζουν (εξαιρέσεις αποτελούν η Κύπρος, η Δανία, η Ιταλία, η Φινλανδία, η Αυστρία και η Σουηδία) κατά μέσο όρο κατά 4,4%, αλλά “λόγω των αυξανόμενων τιμών καταναλωτή, με 2,8% οι πραγματικές αυξήσεις ήταν εμφανώς μικρότερες σε σχέση με το 2016”, αναφέρεται.
Το 2016 οι πραγματικές αυξήσεις των κατώτατων μισθών -λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη και τον πληθωρισμό- κινήθηκαν κατά μέσο όρο στο 5,1%.
Καταγγελίες
Στη “Σ” μίλησε ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας, ο οποίος τόνισε πως πρέπει να εκπονηθεί μια στοχευμένη και όχι αποσπασματική στρατηγική για επέκταση του κατώτατου μισθού ως εθνική πολιτική.
“Παράλληλα, πιστεύουμε ότι, προτού ρυθμιστεί το θέμα νομοθετικά και να αφορά το σύνολο της οικονομίας, θα πρέπει να ψηφιστούν οι νόμοι από τη Βουλή για να μπορέσει να υπάρξει ένα ενιαίο σώμα επιθεωρητών, ώστε να αναβαθμιστεί και ποσοτικά αλλά και ποιοτικά ο θεσμός, για να μπορέσει να διεκπεραιώνει με απόλυτη επάρκεια τις αρμοδιότητές του. Αυτό που εννοώ είναι ότι μπορεί σήμερα ήδη να υπάρχει ένα διάταγμα για κάποια επαγγέλματα, όμως στην πράξη υπάρχουν πολλά προβλήματα και πολλές καταγγελίες για τη μη εφαρμογή του κατώτατου μισθού. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι εάν ανοίγαμε σήμερα συζήτηση για την εφαρμογή μιας τέτοιας νομοθεσίας, λόγω της ισορροπίας των δυνάμεων, το ποσό στο οποίο θα καταλήγαμε θα ήταν χαμηλότερο από το ποσό το οποίο καθορίζεται από το διάταγμα της Υπουργού”, εξήγησε ο Γ.Γ. της ΣΕΚ.
“Πρέπει να υπάρξει”
“Ως θέμα Αρχής, εμείς πιστεύουμε πως ναι, θα πρέπει να υπάρξει εθνικός κατώτατος μισθός, αλλά θα πρέπει η συζήτηση να έχει ορίζοντα κατάληξης και εφαρμογής του αποτελέσματος, καθώς υπάρχει επίσης και η ανάγκη για ψήφιση των κανονισμών που αφορούν το νέο σώμα επιθεωρητών. Θεωρούμε ότι μια νομοθεσία θα βοηθήσει στην ομαλοποίηση των εργαζομένων και σίγουρα θα βοηθήσει τους εργαζόμενους εκεί που δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και τους εργαζόμενους που δεν είναι συνδικαλιστικά κατοχυρωμένοι, να απολαμβάνουν έναν μισθό σε καλύτερο επίπεδο”, επεσήμανε ο κ. Μάτσας.
Αναφερόμενος στο τι ισχύει στην Ευρώπη, ο Γ.Γ. της ΣΕΚ σημείωσε πως “το γεγονός ότι υπάρχει μια νομοθεσία σε πολλές χώρες της Ε.Ε., είναι ένα στοιχείο το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη, αλλά την ίδια στιγμή θα πρέπει να μελετήσουμε περισσότερο τις χώρες οι οποίες έχουν υψηλότερο κατώτατο μισθό από την Κύπρο”.
Να βρεθεί ο σωστός μηχανισμός
Για τη σημασία και την ορθή εφαρμογή μιας σωστής νομοθεσίας έκανε λόγο και ο Γενικός Γραμματέας της ΠΕΟ, Πάμπης Κυρίτσης. Ο ίδιος ανέφερε ότι “για τη σωστή ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, σημαντικός πυλώνας είναι η ανάγκη να επεκταθεί ο καθορισμός ελάχιστων εργασιακών δικαιωμάτων, μεταξύ αυτών και ο κατώτατος μισθός, εκεί όπου δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις. Αυτό που ζητούμε είναι να κατοχυρωθεί νομοθετικά η υποχρεωτική εφαρμογή του κατώτατου μισθού. Το κυριότερο είναι ότι, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., το εργασιακό μας σύστημα όσον αφορά τα δικαιώματα έχει ξεπεραστεί, έχει ανατραπεί”.
Επιπλέον εξήγησε πως η δυνατότητα ελεύθερης διακίνησης, η χρησιμοποίηση εργατικού προσωπικού από το εξωτερικό και η πρόσφατη οικονομική κρίση έχουν δημιουργήσει συνθήκες όπου χωρίς την υποστήριξη του κράτους με νομοθετικές παρεμβάσεις, επικρατεί μια χαώδης κατάσταση. Πολλοί νέοι, νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, δεν ξέρουν καν ποια είναι τα δικαιώματά τους και είναι ευάλωτοι σε υπερεκμετάλλευση.
Τέλος, ο κ. Κυρίτσης τόνισε πως πρέπει να δημιουργηθεί ένας σωστός μηχανισμός που να στηρίζει τη συλλογική της τριμερούς διαπραγμάτευσης, μεταξύ εργοδοτών, εργαζομένων και της Κυβέρνησης, και μέσα από τον μηχανισμό να γίνεται συλλογική διαπραγμάτευση και έπειτα να πηγαίνει στη Βουλή.
“Να μετρηθούν οι επιπτώσεις”
Από την εργοδοτική πλευρά μίλησε στη “Σ” ο Γενικός Γραμματέας του ΚΕΒΕ, Μάριος Τσιακκής, ο οποίος ανέφερε ότι το θέμα του κατώτατου μισθού συζητείται σοβαρά το τελευταίο διάστημα στη Βουλή, ενώ παράλληλα έχουν ξεκινήσει και διάφορες μελέτες. “Πρέπει να μετρηθούν οι επιπτώσεις για μια τέτοια νομοθεσία προτού παρθεί κάποια απόφαση.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη το κόστος ζωής της Κύπρου, ενώ το κάθε επάγγελμα πρέπει να μελετάται ξεχωριστά”, τόνισε ο κ. Τσιακκής. Ερωτηθείς να συγκρίνει τις άλλες χώρες της Ε.Ε., οι οποίες εφαρμόζουν τέτοιο νόμο, ο κ. Τσιακκής ανέφερε ότι “μπορεί να εφαρμόζεται σε άλλες χώρες αλλά δεν βλέπουμε πώς βοηθά στην οικονομία και αντιθέτως βλέπουμε μια μείωση του κατώτατου μισθού για παράδειγμα στην Ελλάδα, στη Γερμανία και στο Λουξεμβούργο, οι εργαζόμενοι υπέστησαν μείωση του πραγματικού εισοδήματος λόγω πληθωρισμού”.
Επιπλέον ο Πρόεδρος του ΚΕΒΕ μίλησε για την ανεργία ως έναν από τους σημαντικούς παράγοντες που πρέπει να μελετηθούν προτού εφαρμοστεί κατώτατος μισθός και σε άλλα επαγγέλματα. “Εάν εφαρμόσουμε τέτοια νομοθεσία, τότε πολλοί εργοδότες θα αναγκαστούν να απολύσουν υπαλλήλους και να εργοδοτήσουν ξένους, οι οποίοι μεταναστεύουν στην Κύπρο για να δουλέψουν με τον ελάχιστο μισθό, ο οποίος είναι πολύ πιο ελκυστικός από αυτόν στη χώρα τους όπως τη Ρουμανία, Βουλγαρία και άλλες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μένουν άνεργοι πολλοί Κύπριοι, ενώ μεγάλες εταιρείες που εργοδοτούν υψηλό αριθμό υπαλλήλων ενδεχομένως να αναγκαστούν να απολύσουν υπαλλήλους, εάν ο κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος από εκείνον τον οποίο ήδη πληρώνουν”.
Ζητούν κατάργηση του νόμου
Τη θέση της ΟΕΒ για τη νομοθεσία του κατώτατου μισθού παρουσίασε στη “Σ” ο Γενικός Διευθυντής, Μιχάλης Αντωνίου. “Η άποψη της ΟΕΒ κατηγορηματικά είναι ότι ο κατώτατος μισθός με νόμο πρέπει να καταργηθεί. Αυτά τα πράγματα πρέπει να ρυθμίζονται με συλλογικές συμβάσεις και όχι με νόμο. Αυτό θα βοηθήσει αναμφίβολα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ειδικά στα επαγγέλματα τα οποία καλύπτει το υφιστάμενο διάταγμα”.
Αναφερόμενος στην ανεργία, ο κ. Αντωνίου δήλωσε πως “η δυνατότητα να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας είναι πιο περιορισμένη, λόγω του ποσού που προβλέπεται. Η πρακτική εδώ στην Κύπρο και η παράδοση είναι με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχουν υψηλότεροι μισθοί με τις συλλογικές συμβάσεις παρά αυτούς τους οποίους προτείνει το διάταγμα”, είπε καταλήγοντας ο κ. Αντωνίου.